- ἀβελτέρειος
- ἀβελτέρειος, α, ον, lengthd. for ἀβέλτερος, as ἡμετέρειος for ἡμέτερος, Hdn.Gr.1.137; prob. (for -ίου) in Anaxandr.12 (Dind.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀβελτέρειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρειον — ἀβελτέρειος masc acc sg ἀβελτέρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερείου — ἀβελτέρειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)